- δαμάζω
- (AM δαμάζω)1. κατανικώ, καταβάλλω2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύωμσν.- νεοελλ.1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχωνεοελλ.1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές συνήθειες2. σιτεύω («το κρέας δεν δάμασε ακόμα»)αρχ.-μσν.1. ταλαιπωρώ, βασανίζω («ὁ χωρισμὸς... δαμάζει τὰς καρδίας»)2. καταστρέφω, εξολοθρεύω3. καταπραΰνωαρχ.1. (για παρθένο) την κάνω να υποταχθεί σε άνδρα2. παθ. (για γυναίκα) βιάζομαι3. παθ. υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι4. σκοτώνω5. (για μέταλλα) επεξεργάζομαι6. φρ. α) «ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ» — να κερδίσει κάποιος τον αγώνα (Πίνδ.)β) «οἱ δμηθέντες» — οι νεκροί (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαμάζω προήλθε από τη δισύλλαβη ρ. δαμα- (πρβλ. δαμά-σαι) που σε άλλη βαθμίδα απαντά και στο ρ. δάμνημι*].
Dictionary of Greek. 2013.